- κοινωνιογλωσσολογία
- ηκλάδος τής γλωσσολογίας που εξετάζει την κοινωνική παράμετρο τής γλώσσας, δηλ. την επίδραση τής κοινωνικής δομής στη γλώσσα και τη διαφοροποίηση τής γλώσσας τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνιο-* + γλωσσολογία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socio-linguistics].
Dictionary of Greek. 2013.